νοθεία

νοθεία
Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η γεύση, το βάρος της ουσίας, για να μη διαπιστώνεται εύκολα ότι ένα ή περισσότερα συστατικά έχουν αφαιρεθεί και αντικατασταθεί με άλλα μικρότερης εμπορικής αξίας. Η ν. αποτελεί απάτη, όταν γίνεται σε βάρος της δημόσιας υγείας, και σε πολλές χώρες τιμωρείται. Η ν. στα τρόφιμα μπορεί να είναι αβλαβής ή βλαβερή. Αβλαβή ν. έχουμε, για πάράδειγμα, στην περίπτωση προσθήκης σπορέλαιου στο ελαιόλαδο, ζάχαρης στο κρασί, μαργαρίνης στο βούτυρο. Βλαβερές είναι οι ν. όταν προσθέσουμε ουσίες επικίνδυνες για την υγεία, όπως οι καρκινογόνες χρωστικές, το μετουσιωμένο οινόπνευμα στο κρασί, η μεθυλική αλκοόλη στα ποτά και όταν αναμειχθούν τρόφιμα καλής ποιότητας με αλλοιωμένα.
* * *
η (ΑΜ νοθεία) [νοθεύω]
1. αλλοίωση τής γνησιότητας ενός πράγματος με ξένα συστατικά που προστίθενται σε αυτό («νοθεία κρασιού»)
2. παραποίηση τής πραγματικότητας με αλλοίωση τών στοιχείων ή με προσθήκη ψεύτικων στοιχείων, πλαστότητα («εκλογική νοθεία»)
αρχ.
η γέννηση από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ οἶκος διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοθεία — νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθείᾳ — νοθείᾱͅ , νοθεία birth out of wedlock fem dat sg (attic doric aeolic) νοθείᾱͅ , νοθεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεία — η πράξη του νοθεύω, νόθευση, παραποίηση: Έμπορος καταδικάστηκε για νοθεία φαρμάκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοθείας — νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem acc pl νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem gen sg (attic doric aeolic) νοθείᾱς , νοθεῖος of fem acc pl νοθείᾱς , νοθεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθείαν — νοθείᾱν , νοθεία birth out of wedlock fem acc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱν , νοθεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθείαις — νοθεία birth out of wedlock fem dat pl νοθεῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • νοθείος — νοθεῑος, εία, ον, ουδ. και νόθειον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα) η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”