- νοθεία
- Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων.
Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η γεύση, το βάρος της ουσίας, για να μη διαπιστώνεται εύκολα ότι ένα ή περισσότερα συστατικά έχουν αφαιρεθεί και αντικατασταθεί με άλλα μικρότερης εμπορικής αξίας. Η ν. αποτελεί απάτη, όταν γίνεται σε βάρος της δημόσιας υγείας, και σε πολλές χώρες τιμωρείται. Η ν. στα τρόφιμα μπορεί να είναι αβλαβής ή βλαβερή. Αβλαβή ν. έχουμε, για πάράδειγμα, στην περίπτωση προσθήκης σπορέλαιου στο ελαιόλαδο, ζάχαρης στο κρασί, μαργαρίνης στο βούτυρο. Βλαβερές είναι οι ν. όταν προσθέσουμε ουσίες επικίνδυνες για την υγεία, όπως οι καρκινογόνες χρωστικές, το μετουσιωμένο οινόπνευμα στο κρασί, η μεθυλική αλκοόλη στα ποτά και όταν αναμειχθούν τρόφιμα καλής ποιότητας με αλλοιωμένα.
* * *η (ΑΜ νοθεία) [νοθεύω]1. αλλοίωση τής γνησιότητας ενός πράγματος με ξένα συστατικά που προστίθενται σε αυτό («νοθεία κρασιού»)2. παραποίηση τής πραγματικότητας με αλλοίωση τών στοιχείων ή με προσθήκη ψεύτικων στοιχείων, πλαστότητα («εκλογική νοθεία»)αρχ.η γέννηση από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ οἶκος διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.